- ατριγύριστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν τον τριγύρισε κανείς ή που δεν είναι δυνατόν να τον τριγυρίσει2. περιοχή ή πόλη της οποίας δεν επισκέφθηκε κανείς όλα τα μέρη3. απερίφρακτος, αμάντρωτος4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν περιστοιχίζεται από κόλακες ή αυλικούς5. αυτός που δεν τριγύρισε κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.